- κναουτία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας διψακίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. knautia από το όν. του Γερμανού φυσιοδίφη Christian Knaut + κατάλ. ia (πρβλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διψακίδες — (dipsacaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των ρουβιωδών, που περιλαμβάνει μονοετείς ή διετείς πόες. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, γαλάζια, λευκά ή κίτρινα, κυρίως ζυγόμορφα, και αναπτύσσονται κατά κεφάλια ή κατά μασχαλιαίους… … Dictionary of Greek
κουφολάχανο — το κοινή ονομασία τού φυτού Knautia integrifolia τού γένους Κναουτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + λάχανο] … Dictionary of Greek
σκαβιόζα — Πόα του γένους σκαβιόζα της οικογένειας των Διψακιδών. Τα άνθη της είναι συγκεντρωμένα σε κοινή ανθοδόχη. Η σ. η παράλια ή μελανοπορφυρή, είναι αυτοφυής σχεδόν παντού στην Ελλάδα και γνωστή με το κοινό όνομα μαυρομάτα. Έχει πολυάριθμους απλωτούς… … Dictionary of Greek